επιρρέζω — ἐπιρρέζω (Α) [ρέζω] 1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον … Dictionary of Greek
ἐπιρρέξει — ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιρρέζω offer sacrifices at fut ind mid 2nd sg ἐπιρρέζω offer sacrifices at fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέζεσκον — ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέξαι — ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor inf act ἐπιρρέξαῑ , ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρέζεσκον — ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρέξαι — ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor inf act ἐπιρέξαῑ , ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέξειν — ἐπιρρέζω offer sacrifices at fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίρρεκτος — ἀνεπίρρεκτος, ον (AM) μη αφιερωμένος, εκείνος τον οποίο δεν μεταχειρίστηκε κανείς σε θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιρρέζω «προσφέρω, τελώ θυσία»] … Dictionary of Greek